- περιαγείρομαι
- περιᾰγείρομαι,A collect for oneself as pay or salary, Pl.R.621d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιαγείρομαι — Α συνάγω χρήματα ή δώρα για τον εαυτό μου ως μισθό ή αμοιβή («ὥσπερ οἱ νικηφόροι περιαγειρόμενοι», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγείρω «συλλέγω, συναθροίζω»] … Dictionary of Greek
περιαγερμός — ὁ, Α [περιαγείρομαι] χρηματικός έρανος … Dictionary of Greek